possessory$548435$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

possessory$548435$ - translation to ελληνικό

CONTROL A PERSON INTENTIONALLY EXERCISES TOWARD A THING IN LAW
Animus possidendi; Possessory title; Exclusive possession

possessory      
κατοχικός

Ορισμός

dispossess
(dispossesses, dispossessing, dispossessed)
If you are dispossessed of something that you own, especially land or buildings, it is taken away from you.
...people who were dispossessed of their land under apartheid...
They settled the land, dispossessing many of its original inhabitants...
Droves of dispossessed people emigrated to Canada.
VERB: be V-ed of n, V n, V-ed, also V n of/from n

Βικιπαίδεια

Possession (law)

In law, possession is the control a person intentionally exercises toward a thing. Like ownership, the possession of anything is commonly regulated by country under property law. In all cases, to possess something, a person must have an intention to possess it. A person may be in possession of some property (although possession does not always imply ownership).